ἀλίαστος

ἀλίαστος
ἀλίαστος, ον, ([etym.] λιάζομαι)
A not to be turned aside, unabating, μάχη, ὅμαδος, γόος, Il.14.57, 12.471, 24.760;

πόλεμον δ' ἀ. ἔγειρε 20.31

;

ἀ. ἀνίη Hes.Th.611

: neut. as Adv.,

μηδ' ἀλίαστον ὀδύρεο Il.24.549

, cf.

φρὴν ἀλίαστος φρίσσει E.Hec.85

.
2 = πολύς, κῦμα A.R.1.1326, acc. to Sch., cf.EM63.33.
II of persons, undaunted, E.Or. 1479.—[dialect] Ep. word, used twice by E. in lyr.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλίαστος — ἀλίαστος, ον (Α) [λιάζομαι] 1. άκαμπτος, αλύγιστος, αμετάτρεπτος 2. ακατάπαυστος, ασταμάτητος, σφοδρός 3. (για πρόσωπα) άφοβος, ατρόμητος, ακατάβλητος 4. μεγάλος, πολύς 5. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀλίαστον ακατάπαυστα …   Dictionary of Greek

  • ἀλίαστος — not to be turned aside masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλιαστος — η, ο [λιάζω] αυτός που δεν ξεράθηκε στον ήλιο ή δεν ζεστάθηκε από τον ήλιο, ανήλιαγος, ανήλιαστος …   Dictionary of Greek

  • άλιαστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έχει εκτεθεί στον ήλιο: Τη σταφίδα την είχαν ακόμη άλιαστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀλίαστον — ἀλίαστος not to be turned aside masc/fem acc sg ἀλίαστος not to be turned aside neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλιάστοις — ἀλίαστος not to be turned aside masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλίαστοι — ἀλίαστος not to be turned aside masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανήλιαστος — η, ο (Μ ἀνηλίαστος, ον) άλιαστος, αυτός που δεν έχει εκτεθεί στον ήλιο ή δεν φωτίζεται από τον ήλιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”